γνωριμίες

γνωριμίες
познанcтва

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαθέτω — (AM διατίθημι, Μ και διαθέτω) 1. τοποθετώ, διευθετώ, τακτοποιώ πράγματα με ορισμένη τάξη 2. έχω κάτι στην κατοχή μου και μπορώ σε κάθε στιγμή να τό χρησιμοποιήσω όπως θέλω 3. εκθέτω κάτι για πώληση 4. θέτω σε ενέργεια, χρησιμοποιώ (γνωριμίες,… …   Dictionary of Greek

  • δόντι — το (Μ ὀδόντιν, δόντιον, δόντιν) 1. καθένα από τα οστεοειδή όργανα τα οποία, εμφυτευμένα συμμετρικά στις φατνικές αποφύσεις τών γνάθων, χρησιμεύουν για το μάσημα τής τροφής 2. κάθε προεξοχή σκεύους, οργάνου, εργαλείου, τείχους που μοιάζει με δόντι …   Dictionary of Greek

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • πολιτικάντης — ο, Ν 1. πολιτικός ο οποίος επωφελείται από τις καταστάσεις χρησιμοποιώντας μικροπολιτικές μεθόδους και προσωπικές γνωριμίες 2. κάθε άτομο επιτήδειο στην εκμετάλλευση πολιτικών καταστάσεων και προσωπικών γνωριμιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. politicante] …   Dictionary of Greek

  • Αμβροσιάδης, Ιωάννης — Αγωνιστής του 1821. Νέος πήγε στην Οδησσό, στον θείο του Ιωάννη Αμβροσίου, έμπορο από τα Καλάβρυτα, και κοντά του απέκτησε πολλές γνωριμίες. Τον Οκτώβριο του 1820, μαζί με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη αγωνίστηκε στη Μολδαβία για τη συγκρότηση του Ιερού …   Dictionary of Greek

  • Ζάγορας, Δημήτριος — (Ζαγορά, Πήλιο ; – Σύρος 1840). Αγωνιστής του 1821. Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, για τη διάδοση των αρχών της οποίας εργάστηκε με ζήλο, αποπειράθηκε μάλιστα να μυήσει και πρόσωπο της Αυλής του Μοχάμετ Άλι. Το γεγονός τον κατέταξε ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Ζαχάρωφ, Βασίλειος — (Μικρά Ασία 1849 – Μόντε Κάρλο 1936). Έλληνας επιχειρηματίας. Έδρασε κυρίως στην Ευρώπη και απέκτησε τεράστια περιουσία από το εμπόριο όπλων και πετρελαίου. Ήρθε νέος στην Αθήνα, όπου ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του, αρχικά ως διερμηνέας και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιγνάτιος ο Ουγγροβλαχίας — (Ιωάννης Μπάμπαλος ή Κακουγδός, Μυτιλήνη 1766 – Πίζα, Ιταλία 1828). Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας (1810 15). Υπήρξε λόγιος, δραστήριος πνευματικός και πολιτικός παράγοντας κατά την προεπαναστατική περίοδο και κατά τη διάρκεια του Αγώνα.… …   Dictionary of Greek

  • Κούζα, Αλέξαντερ — (Alexander Cuza, Γαλάτσι Ρουμανίας 1820 – Χαϊδελβέργη 1873). Ηγεμόνας της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Καταγόταν από Μολδαβούς βογιάρους και σπούδασε αρχικά στο Ιάσιο και έπειτα στην Αθήνα, στην Μπολόνια και στο Παρίσι. Κατατάχθηκε στον στρατό και… …   Dictionary of Greek

  • Κωττούνιος, Ιωάννης — (Βέροια 1572 – Πάντοβα 1657). Λόγιος, φιλόσοφος και ιδρυτής του Κωττουνιανού Ελληνομουσείου της Πάντοβα. Ήταν γιος του Δημήτριου Κωττούνιου, ο οποίος καταγόταν από τα Κύθηρα, αλλά είχε κρητικές ρίζες. Οι πληροφορίες για τα πρώτα χρόνια της ζωής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”